φιλολόγως

φιλολόγως
Α
επίρρ. βλ. φιλόλογος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλολόγως — φιλόλογος fond of words adverbial φιλόλογος fond of words masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόλογος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Ιησού, τον οποίο αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του (στ 15). Κατά την παράδοση, χειροτονήθηκε επίσκοπος της Σινώπης του Πόντου από τον απόστολο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”